- θερμαίνει
- θερμαίνωwarmpres ind mp 2nd sgθερμαίνωwarmpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένιοι — εσν α (Α ἔνιοι, αι, α) νεοελλ. αρχ. μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» κάποια κοκκινίλα (Ξεν.) β) «οὐ πᾱσα … Dictionary of Greek
αλεεινός — ἀλεεινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που θερμαίνει, ο θερμαντικός 2. θερμός, ζεστός 3. (για τόπο) προσηλιακός, ευήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέα (ΙΙ) με αναλογική επίδραση επιθ. όπως: φαεινός, ψυχεινός κ.λπ.] … Dictionary of Greek
ανθρακίτης — Ποικιλία ορυκτού άνθρακα. Έχει μαύρο γυαλιστερό χρώμα και βρίσκεται μέσα σε πολύ παλαιά πετρώματα του παλαιοζωικού αιώνα. Καίγεται με φλόγα αδύνατη, παράγει ελάχιστα πτητικά προϊόντα (καπνιά) και αναπτύσσει κατά μέσο όρο 8.500 θερμίδες. Η μεγάλη… … Dictionary of Greek
δυσθαλπής — δυσθαλπής, ές (Α) 1. αυτός που δύσκολα θερμαίνει, ο παγερός 2. ο υπερβολικά θερμός … Dictionary of Greek
ευθαλπής — εὐθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνει ευχάριστα («θέρους εὐθαλπέος ὥρῃ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θαλπής (< θάλπω)] … Dictionary of Greek
ζωθαλπής — ζωθαλπής, ές, θηλ. και ζώθαλπις, ιδος (Α) αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
θέρω — (Α) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω 2. (συν. παθ.) θέρομαι α) γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι», Ομ. Οδ.) β) (για τον έρωτα) φλέγομαι γ) καίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. ενεστ. θέρω είναι υστερογενής και απαντά μόνο στον… … Dictionary of Greek
θαλπνός — θαλπνός, ή, όν (Α) [θάλπω] αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον ἄστρον», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
θαλπτήριος — α, ο (Α θαλπτήριος, ον) αυτός που θάλπει, που θερμαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ ω + κατάλ. τήριος (πρβλ. εξιλασ τήριος, θρεπ τήριος)] … Dictionary of Greek
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek